υδατοστεγή

υδατοστεγή
su geçirmez

Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • υαλοβερνίκωμα — Το υαλώδες επίχρισμα των κεραμικών αντικειμένων, με το οποίο γίνονται υδατοστεγή. Το υ. είναι αραιός πολτός βορικοπυριτικών αλάτων, στο οποίο εμβαπτίζονται τα αντικείμενα που πρόκειται να υαλοβερνικωθούν. Ο πολτός αυτός εισχωρεί σε ελάχιστο βάθος …   Dictionary of Greek

  • έξαλα — Η κάθετη απόσταση που μετράται στη μέση του μήκους του σκάφους, ανάμεσα στη γραμμή του νερού, όταν το πλοίο είναι εντελώς φορτωμένο, και μιας γραμμής που λαμβάνεται κατά μήκος του υψηλότερου συνεχούς καταστρώματος, πάνω στο οποίο μπορούν να… …   Dictionary of Greek

  • υαλοβερνίκωση — η, Ν τεχνολ. επάλειψη πήλινων κυρίως αντικειμένων με υαλοβερνίκωμα προκειμένου να καταστούν υδατοστεγή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ύαλος + βερνικώνω] …   Dictionary of Greek

  • υδατοστεγής — ές, Ν αδιαπέρατος από το νερό, στεγανός, υδροστεγής. επίρρ... υδατοστεγώς με υδατοστεγή τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ύδωρ, ύδατος + στέγης (< στέγος < στέγω), πρβλ. αερο στεγής. Η λ., μαρτυρείται από το 1873 στον Αιμ. Νοννότη] …   Dictionary of Greek

  • υαλοβερνίκωμα — το, ατος υαλοειδές επίχρισμα φαγεντιανών ή πήλινων σκευών, που τα κάνει υδατοστεγή, το υαλογάνωμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φραχτή — η (ναυτ.), καθένα από τα υδατοστεγή διαφράγματα των πλοίων, ο μπουλμές …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”